Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυαλάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυαλάδα η [jaláδa] Ο25α : η λάμψη, η στιλπνότητα: Tα μαλλιά σου έχασαν τη ~ τους, έγιναν θαμπά. Tα έπιπλα με τον καιρό χάνουν τη ~ τους, το λούστρο. || Aποκτώ / κάνω ~, για ρούχα που έχουν τριφτεί από την υπερβολική χρήση.

[γυαλ(ί) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go