Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρόθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γρόθος ο· γρόθθος· γρόνθος.
  • 1)
    • α) Παλάμη του χεριού με σφιγμένα τα δάκτυλα, γροθιά:
      • τον γρόθον του εις το μάγουλον είχεν ακουμπισμένον (Διγ. Esc. 418
    • β) το άκρο του χεριού (με τον καρπό):
      • το δίκαιον κρίνει ότι να χάσει τον δεξιόν του γρόθθον (Ασσίζ. 43225
    • γ) γρονθοκόπημα:
      • έδερεν ανήρ τον σύντροφό του … με γρόθο (Πεντ. Έξ. XXI 18).
  • 2) Μέτρο μήκους ίσο με 4 δακτύλους, δηλ. περ. 8 εκ.:
    • η σπιθαμή πυγμάς τρεις, ήτοι γρόνθους (Metrol. 745).

[<μτγν. ουσ. γρόνθος. Ο τ. θθος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες