Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρυλισμός ο [γrilizmós] Ο17 : 1. το γρύλισμα· η φωνή του γουρουνιού. || (επέκτ.) για αντίστοιχες φωνές άλλων ζώων, που έχουν ένα χαρακτήρα υπόκωφο και απειλητικό: Άκουγε γρυλισμούς και βρυχηθμούς. 2. (μτφ., για πρόσ.) φωνή υπόκωφη και απειλητική: Mου απάντησε μ΄ ένα γρυλισμό.
[λόγ. < αρχ. γρυλισμός]



