Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γρουσουζεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρουσουζεύω [γrusuzévo] -ομαι & γουρσουζεύω [γursuzévo] -ομαι Ρ5.2 : φέρνω γρουσουζιά, προκαλώ κακοτυχία: Mε γρουσούζεψες με την γκρίνια σου. Aν τον συναντήσεις μπροστά σου το πρωί, πάει, γρουσουζεύτηκε όλη σου η μέρα.

[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go