Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρουσουζεύω [γrusuzévo] -ομαι & γουρσουζεύω [γursuzévo] -ομαι Ρ5.2 : φέρνω γρουσουζιά, προκαλώ κακοτυχία: Mε γρουσούζεψες με την γκρίνια σου. Aν τον συναντήσεις μπροστά σου το πρωί, πάει, γρουσουζεύτηκε όλη σου η μέρα.
[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -εύω]