Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρι
35 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρι [γrí] (άκλ.) : (προφ., ως επίρρ.) για να δηλώσουμε απόλυτη άγνοια, σε εκφράσεις: δεν ξέρει ~ ελληνικά / γαλλικά… δε σκαμπάζει ~ από μουσική. δεν καταλαβαίνω ~.

[λόγ. < αρχ. οὐδέ γρῦ `ούτε μία συλλαβή΄, γρῦ ηχομιμ. για τη φωνή του χοίρου (προφ. [grū] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρι γρι το [γriγrí] Ο (άκλ.) : αλιευτικό συγκρότημα, το οποίο αποτελείται από ένα μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος που ρυμουλκεί ένα δεύτερο βοηθητικό, και αυτό με τη σειρά του μια σειρά από βάρκες εφοδιασμένες με πυροφάνι για νυχτερινό ψάρεμα.

[ηχομιμ., από το θόρυβο της μηχανής]

[Λεξικό Κριαρά]
γριά η· γρα· γραιά· γρε· γρία.
  • Γυναίκα προχωρημένης ηλικίας:
    • Η Σάρρα, που ’τον άκαρπη και γρα κατά τη φύση (Θυσ. 667
    • (προκ. για ζώο):
      • γραιάν … αλωπούτσαν (Χρησμ. I 6).
  • Η λ. σε τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2656).

[<αρχ. ουσ. γραία. Ο τ. γραιά και η λ. στο Du Cange. Οι τ. γρα και γρε και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρια- [γria] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντοτε από το ενωτικό (-)· (πρβ. γερο-12)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει ιδιότητα, επάγγελμα: γρια-Kατίνα· γρια-δασκάλα.

[< ουσ. γριά με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γριβάδι το [γriváδi] Ο44 : είδος μεγάλου ψαριού των γλυκών νερών.

[μσν. γριβάδι < (;)]

[Λεξικό Κριαρά]
γριβάδι το.
  • Το ψάρι κυπρίνος:
    • (Gesprächb. 483).

[πιθ. <σλαβ. griva. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρίβας ο [γrívas] Ο3 : (λαϊκότρ.) το ψαρί άλογο.

[μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa `γκρίζος΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
γρίβας ο.
  • Άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής:
    • εις ίππον γρίβαν επιβάς (Διγ. Z 3358).

[<παλαιότ. γερμ. *ghr‒æwaz. Η λ. στα Ιππιατρικά (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γριβίν το· γριβί.
  • Άλογο γκρίζο:
    • φαρίν εκαβαλίκευεν γριβίν (Χρον. Τόκκων 344).

[<ουσ. γρίβας + κατάλ. ίν. Η λ. στο Du Cange App. II (ίον)]

[Λεξικό Κριαρά]
γρίζα η.
  • Φόρεμα χρώματος γκρίζου:
    • ήτον ανυπόλυτος με μίαν γρίζαν φορημένος (Βουστρ. 13820).

[<γαλλ. gris ή <ουσ. γρίζο (βλ. ά.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες