Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γραφεύς ο· γραφέας· γραφιάς.
-
- 1) Αυτός που γράφει·
- α) επιστολογράφος:
- (Κυπρ. ερωτ. 1413)·
- β) αντιγραφέας:
- (Δούκ. 2358).
- α) επιστολογράφος:
- 2) Συγγραφέας:
- όπου θελήσει να ιδεί ποίος έναι ο γραφέας, Τριβώλης ο Ιάκωβος (Τριβ., Ρε 367).
- 3) Αρχηγός λαού, άρχοντας, κυβερνήτης:
- (Πεντ. Γέν. XLIX 10).
- 4) Νομοθέτης:
- (Πεντ. Δευτ. XXXIII 21).
[αρχ. ουσ. γραφεύς. Οι τ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που γράφει·



