Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρατζούνισμα το [γradzúnizma] & γρατσούνισμα το [γratsúnizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γρατζουνάω. 1. επιπόλαιο τραύμα στο δέρμα, που γίνεται συνήθ. από τα νύχια ή από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο: Είχε ένα ~ στο γόνατο, μια γρατζουνιά. || Mέσα στην ησυχία ακουγόταν μόνο το ~ της πένας πάνω στο χαρτί, ο χαρακτηριστικός ήχος. 2. (προφ.) αδέξιο παίξιμο μουσικού οργάνου.
[γρατζουνισ- (γρατζουνίζω), γρατσουνισ- (γρατσουνίζω) -μα]



