Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γραμμοσύρτης ο [γramosírtis] Ο10 : όργανο σχεδιάσεως, που ήταν σε ευρύτερη χρήση παλαιότερα, με το οποίο σύρονταν γραμμές από μελάνι σε διαφορετικό πάχος.
[λόγ. γραμμο- 1 + σύρ(ω) -της μτφρδ. γαλλ. tire-ligne]



