Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γραμμομόριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραμμομόριο το [γramomório] Ο40 : (χημ.) ποσότητα μάζας μιας χημικής ένωσης (σε γραμμάρια) ίση με το μοριακό της βάρος· μολ.

[λόγ. γραμμο- 2 + μόριον μτφρδ. γαλλ. molécule-gramme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go