Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραμμικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γραμμικός, επίθ.
  • Που δηλώνεται, που παριστάνεται με γραμμές:
    • γραμμικοίς σχήμασι δηλών τον χρόνον (Λέοντ., Αίν. (Knös) 17).

[μτγν. επίθ. γραμμικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραμμικός -ή -ό [γramikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη γραμμή, που παριστάνεται με γραμμές: α. Γραμμικό σχέδιο, αρχιτεκτονικό σχέδιο που γίνεται με τον κανόνα και το διαβήτη· (πρβ. ελεύθερο σχέδιο). Γραμμική παράσταση του χώρου. Γραμμικό φιλμ. β. (επιστ.) για την ύπαρξη γραφικής παράστασης σε ευθεία γραμμή: Γραμμική εξίσωση. Γραμμικό σύστημα. Γραμμική συνάρτηση. Γραμμικό πρόβλημα. || H γραμμική γραφή A και ως ουσ. η Γραμμική A, μη αποκρυπτογραφημένη γραφή της Kρήτης που ήταν σε χρήση από το 1700 μέχρι το 1600 π.X. H γραμμική γραφή B και ως ουσ. η Γραμμική B, γραφή με συλλαβικούς χαρακτήρες που χρησιμοποιήθηκε στην Kρήτη και στην ελληνική χερσόνησο από το 15ο-12ο αι. π.X. 2. (μτφ.) που αναπτύσσεται κατά μία μόνο διάσταση: Γραμμική αφήγηση. γραμμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. γραμμικός & σημδ. γαλλ. linéaire & αγγλ. linear]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες