Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραμματισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραμματισμένος -η -ο [γramatizménos] Ε3 : (οικ.) μορφωμένος.

[λόγ. < ελνστ. γραμματισμένος (μππ. του γραμματίζομαι, δες στο γραμματιζούμενος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες