Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρίπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρίπος ο [γrípos] Ο18 : 1. αλιευτική μηχανή με δίχτυα. 2. αλιευτικό σκάφος με γρίπο. 3. ειδικό σκοινί για να περισυλλέγονται από το βυθό διάφορα αντικείμενα ή νάρκες.

[ελνστ. γρῖπος `δίχτυ ψαρά΄ (2: μσν. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γρίπος ο· γρίππος.
  • (Ναυτ.)
    • α) Αλιευτικό πλοιάριο:
      • εποίκεν (ενν. ο αμιράλλης) έναν γρίππον και εψάρευγεν (Μαχ. 27021
    • β) ελαφρό μεταφορικό πλοίο:
      • γρίπους καλούς και περγαντιά (Ριμ. Βελ. ρ 137).

[μτγν. ουσ. γρίπος· πβ. βεν. gripo - ιταλ. grippo (Kahane-Tietze 1958: 503-4· βλ. και LBG). Ο τ. και η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες