Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρίλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρίλια η [γríla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : καθεμιά από τις λεπτές σανίδες που τοποθετούνται στα παντζούρια πλαγιαστά και κατά διαστήματα, για να αερίζεται και να φωτίζεται ο εσωτερικός χώρος, χωρίς να γίνεται ορατό το εσωτερικό του χώρου από έξω: Kρυφοκοίταζε μέσα από τις γρίλιες.

[βεν. (ή ιταλ.) griglia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες