Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γρίζο το.
-
- Ύφασμα τραχύ γκρίζου χρώματος και φόρεμα από τέτοιο ύφασμα:
- το χοντρό μαλλίν κάμνουσιν και τα γρίζα (Διήγ. παιδ. 503).
[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. griso (Boerio, Battaglia). H λ. στο LBG και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρίζος)]
- Ύφασμα τραχύ γκρίζου χρώματος και φόρεμα από τέτοιο ύφασμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γριζόθωρος, επίθ.
-
- Που έχει γκρίζα θωριά:
- (Πουλολ. 24 κριτ. υπ).
[<επίθ. γρίζος + ουσ. θωριά]
- Που έχει γκρίζα θωριά:
[Λεξικό Κριαρά]
- γριζοφορεμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που έχει γκρίζα φορεσιά:
- απιδοσφόνδυλε και γριζοφορεμένε (Πουλολ. 236).
[<επίθ. γρίζος + μτχ. παρκ. του φορώ]
- Που έχει γκρίζα φορεσιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- γριζόφορος, επίθ.
-
- Που έχει γκρίζο φόρεμα:
- πελαργέ … γριζόχροε, γριζόφορε (Πουλολ. 24).
[<επίθ. γρίζος + φορώ]
- Που έχει γκρίζο φόρεμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γριζόχροος, επίθ.
-
- Που έχει γκρίζο χρώμα στο δέρμα του:
- (Πουλολ. 24).
[<επίθ. γρίζος + ουσ. χρόα]
- Που έχει γκρίζο χρώμα στο δέρμα του:



