Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γράσα η.
-
- 1) Χάρη, εύνοια:
- Αφέντη, ξεύρεις πως ημείς ουδέν είμεστεν εις την γράσαν σου (Μαχ. 2286).
- 2) Χάρη, ευλογία:
- ο Θεός … εκείνους οπού ένι ταπεινοί διδεί τους γράσαν (Ξόμπλιν φ. 135r).
[<προβ. graça - παλαιότ. γαλλ. grace, grasse]
- 1) Χάρη, εύνοια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρασαδόρος ο [γrasaδóros] Ο18 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το γρασάρισμα των μηχανών. || υποδοχή για την τοποθέτηση του γράσου.
γρασαδοράκι το YΠΟKΟΡ. [γράσ(ο) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρασάρισμα το [γrasárizma] Ο49 : η ενέργεια του γρασάρω· λίπανση.
[γρασαρισ- (γρασάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γρασάρω [γrasáro] -ομαι Ρ6 : λιπαίνω με γράσο· λιπαίνω1: Πρέπει να γρασάρουμε λίγο τη μηχανή.
[ιταλ. ingrassa r(e) -ω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή γράσ(ο) -άρω]



