Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γούρι
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γούρι το [γúri] Ο44α : ό,τι, σύμφωνα με ορισμένες προλήψεις, φέρνει καλή τύχη: Έλα μαζί μας να μας φέρεις ~. Έχει πάντα μαζί του ένα λαγοπόδαρο για ~. Mη στενοχωριέσαι που χύθηκε το κρασί, είναι ~. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το ~ του, ένα μικρό αρκουδάκι.

[τουρκ. uğur `καλό σημάδι, καλή τύχη΄ με ανομ. αποβ. του άτ. πρώτου [u] ]

[Λεξικό Κριαρά]
γουριάζω,
βλ. ουριάζω (Ι) και (ΙΙ).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γούρικος -η -ο [γúrikos] Ε5 : για κτ. που φέρνει γούρι, καλή τύχη· τυχερός. ANT γρουσούζικος: Γούρικο σπίτι.

[γούρ(ι) -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
γουριώ.
  • Ουρλιάζω:
    • ωσάν οι λύκοι που γουριούν πότε να βρουν να φάσι (Κορων., Μπούας 21).

[<αόρ. του γουριάζω (βλ. ουριάζω (Ι))]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go