Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούργουρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γούργουρας ο.
  • Λαιμός, λάρυγγας:
    • Πετεινού γούργουραν καύσε (Σταφ., Ιατροσ. 363).

[<ουσ. γούργουρος + κατάλ. ας. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 129, ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες