Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γούμενα η.
-
- (Ναυτ.) χοντρό καραβόσκοινο, παλαμάρι:
- γούμενες της μεντζάνας (Καραβ. 50121)·
- το δέσαν (ενν. το κάτεργο) … με γούμενες διά να το ρεμουρκιάρουν (Λεηλ. Παροικ. 658).
[<γενουατ. gümena - καταλ., ισπαν., ιταλ. κ.ά. gumena (πβ. Kahane-Tietze 1958: 252-3, DEI, λ. gumena). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Ναυτ.) χοντρό καραβόσκοινο, παλαμάρι:



