Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γούδουρας ο.
-
- Το φυτό υπερικόν το ούλον, ένα είδος θάμνου:
- με γούδουρους, με βιόλες και με κρίνους (Βοσκοπ. 162).
[αβέβ. ετυμ.· βλ. πάντως Παπαϊωάννου, ΠΑΑ 24, 1949, 54-6 και Καραποτόσογλου, Ελλην. 34, 1982-83, 422-35. Τ. αγούδουρας κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αγ‑)]
- Το φυτό υπερικόν το ούλον, ένα είδος θάμνου:



