Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουστερίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουστερίτσα η [γusterítsa] & γκουστερίτσα η [gusterítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) σαύρα, ιδίως η μικρή.

[γου-: μσν. γουστερίτσα < σλαβ. gusteritsa· γκου-: αναδαν. < σλαβ. gusteritsa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες