Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρούνιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γουρούνιν το· γουρούνι· γουρούνι(ο)ν· γουρώνιν.
  • α) Γουρούνι:
    • αδιάντροπε, ντεζούτελε, θρεμμένε με γουρούνια (Φορτουν. Ε´ 240
  • β) έκφρ. γουρούνιν κάπρειον = αγριογούρουνο:
    • (Σπανός A 268).

[<ουσ. *γρούνιν <αρχ. ουσ. γρώνα. Τ. ιον στο Meursius. Η λ. το 12. αι. (LBG). Ο τ. ι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες