Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνίτικος, επίθ.
-
- Γουρουνίσιος:
- γουρουνίτικον μούτσουνον (Μπερτολδίνος 133).
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Γουρουνίσιος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |