Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γουρουνάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γουρουνάκι το.
  • Γουρουνόπουλο:
    • σκύλοι και γουρουνάκια (Διήγ. ωραιότ. 770).

[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go