Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουρουνάκι το.
-
- Γουρουνόπουλο:
- σκύλοι και γουρουνάκια (Διήγ. ωραιότ. 770).
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Γουρουνόπουλο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. γουρούνι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |