Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουρλής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουρλής [γurlís] Ο8 θηλ. γουρλού [γurlú] Ο37 : αυτός που φέρνει γούρι· καλότυχος. ANT γρουσούζης1. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[τουρκ. uğur(lu) -λής κατά τη λ. γούρι· γουρλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες