Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουργουρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γουργουρισμός ο.
  • Γουργούρισμα:
    • (Ιατροσ. κώδ. ψλς´).

[<αόρ. του γουργουρίζω + κατάλ. μός. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες