Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γουργουρισμός ο.
-
- Γουργούρισμα:
- (Ιατροσ. κώδ. ψλς´).
[<αόρ. του γουργουρίζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Γουργούρισμα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του γουργουρίζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. και σήμ. κρητ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |