Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γουργουρητό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουργουρητό το [γurγuritó] Ο38 : το αποτέλεσμα του γουργουρίζω· γουργούρισμα: Aκούγαμε το ~ της κοιλιάς του. Tα γουργουρητά των ναργιλέδων. Tο ~ των περιστεριών.

[γουργουρ(ίζω) -ητό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go