Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γουργουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουργουρίζω [γurγurízo] Ρ2.1α : για το χαρακτηριστικό ήχο: α. που δημιουργείται μέσα στα έντερα από μετακίνηση υγρών ή αερίων: Γουργουρίζει η κοιλιά μου από την πείνα. || Ο ναργιλές γουργούριζε. β. που είναι ερωτικό κάλεσμα στα περιστέρια και έκφραση ευχαρίστησης στις γάτες: Γουργούριζαν σαν περιστέρια. Ο γάτος μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας.

[μσν. *γουργουρίζω (πρβ. μσν. γουργουρισμός) ηχομιμ. < γουρ-γουρ -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go