Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουναρικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουναρικό το [γunarikó] Ο38 : ένδυμα από κατεργασμένη γούνα, κυρίως παλτό ή ζακέτα: Εμπόριο γουναρικών.

[γουναρ(άς) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες