Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γουναράς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γουναράς ο [γunarás] Ο1 : τεχνίτης, βιομήχανος ή έμπορος γούνας: Οι γουναράδες της Kαστοριάς.

[μσν. *γουνάρ(ης) μεταπλ. κατά τα επαγγελμ. -άς < γουνάριος (αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.) < γούν(α) -άριος]

[Λεξικό Κριαρά]
γουναράς ο.
  • Γουναράς·
    • (στον πληθ.) ως όνομα συνοικίας των Σερρών:
      • εις τον Άγιον Γεώργιον τους Γουναράδες (Συναδ. φ. 21r).

[<ουσ. γούνα + κατάλ. αράς. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go