Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γουλιανός ο [γulanós] Ο17 : μεγαλόσωμο ψάρι του γλυκού νερού που το συναντά κανείς σε πολλά ποτάμια της Ελλάδας.
[ελνστ. γλάνιος (αρχ. γλάνις) > μσν. προφ. [γlá
os] > *γλιανός (μετάθ. ουρανικότητας [l- > l-n] ), με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και μετακ. τόνου ίσως αναλ. προς άλλα ουσ. και επίθ. με διπλό τον., π.χ.: έξυπνος - ξυπνός]



