Παράλληλη αναζήτηση
| 114 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γου το [γú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα γάμα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα γάμα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και αναλ. προς το βου 1]
- γουάντι το.
-
- Γάντι (εδώ πιθ. σιδερένιο):
- (Στάθ. Γ´ 72).
[<πληθ. guanti του βεν. guanto. Η λ. στο Somav. Τ. γάντι σήμ.]
- Γάντι (εδώ πιθ. σιδερένιο):
- γουάρδια η· γάρδια.
-
– Βλ. και βάρδια.
- 1) Φρούρηση:
- (Μπερτόλδος 21).
- 2) Φρουρός:
- Οι γουάρδιες … τον άφησαν και απέρασεν (Μπερτόλδος 26).
- 3) Φρουρά:
- ταις τριήρεσι της γαρδίας, ήγουν της παραφυλακής (Δούκ. 24915).
[<βεν. guardia]
- 1) Φρούρηση:
- γουαρδιάνος ο.
-
- Προεστός:
- στην εξουσιάν την κοσμικήν τον έκλεξαν απάνω, που εις γλώσσαν την ιταλικήν τον λέγουν γουαρδιάνο (Λίμπον. 172).
[<βεν. guardian - ιταλ. guardiano]
- Προεστός:
- γούβα η [γúva] Ο25α : 1. μικρό κοίλωμα, μικρό βαθούλωμα· γούβωμα: Όλες οι γούβες γέμισαν βρόχινο νερό. 2. τόπος που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις περιοχές που τον περιβάλλουν.
γουβίτσα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ή μσν. γουβάς `λάκκος, σπηλιά΄ < (;) μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. (μετακ. τόνου;) ή αλβ. guv(ë) `κοίλωμα΄ (πρβ. βλάχ. guva) -α· γούβ(α) -ίτσα]
- γουβερν‑,
- βλ. γκουβερν‑.
- γουβικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Γούβα (Άγραφα):
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 3042).
[<τοπων. Γούβα + κατάλ. ‑ικός]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Γούβα (Άγραφα):
- γούβωμα το [γúvoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του γουβώνω· η γούβα.
[γου βώ(νω) -μα]
- γουβώνω [γuvóno] Ρ1α & γουβιάζω [γuvjázo] Ρ2.1α μππ. γουβιασμένος : α. για κτ. στο οποίο δημιουργείται γούβα, κοιλότητα· βαθουλώνω2: Γούβωσε η μπάλα / το στρώμα. || (μτφ.): Tα δάκρυα κυλούσαν στα γουβιασμένα του μάγουλα. Γουβιασμένα μάτια. Γουβιασμένο στήθος. β. δημιουργώ γούβα, κοιλότητα σε κτ· βαθουλώνω1.
[γούβ(α) -ώνω, -ιάζω]
- γουδί το [γuδí] Ο43 : ξύλινο, μεταλλικό ή μαρμάρινο κοίλο σκεύος στο οποίο τρίβουν και κοπανίζουν με το γουδοχέρι διάφορα υλικά, κυρίως καρυκεύματα: ~ του φαρμακείου. ΦΡ το ~, το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι)· ΣYN έκφρ. τα ίδια και τα ίδια, για κπ. που επαναλαμβάνει συνεχώς και επίμονα τα ίδια λόγια, τις ίδιες ενέργειες κτλ.
[μσν. γδι(ν) με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] (;) < μσν. ιγδίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ἡ ἴγδ(ις) -ίον]



