Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοργοτάξιδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γοργοτάξιδος -η -ο [γorγotáksiδos] Ε5 : (λογοτ., για πλοίο) που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Γοργοτάξιδο καράβι / καΐκι.

[γοργο- + ταξίδ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες