Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοργά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
γοργά, επίρρ.· βουργά· γουργά.
  • 1) Γρήγορα:
    • γοργά ορίζει ο βασιλεύς ν’ αρματωθεί φουσσάτον (Αχιλλ. L 328).
  • 2) Έκφρ. γοργά συχνά = αμέσως:
    • (Φλώρ. 503).

[<επίθ. γοργός. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γοργάδα η [γorγáδa] Ο25α : (λογοτ.) γρηγοράδα.

[γοργ(ός) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
γοργαλογάτος ο· γουργαλογάτος.
  • Γρήγορος καβαλάρης:
    • τον ποταμόν επέρασαν όλοι οι γουργαλογάτοι (Χρον. Τόκκων 362).

[<επίθ. γοργός + ουσ. αλογάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες