Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γονυπετώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γονυπετώ.
  • Γονατίζω:
    • γονυπετήσαντες (ενν. οι στρατιώται) έμπροσθεν αυτού ας είπωσι: «Χαίρε, ο βασιλεύς» (Μυστ. 59).

[μτγν. γονυπετέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go