Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γονικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
γονικός, επίθ.· ιγονικός.
  • 1) Προγονικός:
    • εμάνθανε τας γονικάς του ανδρείας (Διγ. Esc. 224).
  • 2)
    • α) Πατρικός:
      • πρόσοδον πολλήν των γονικών χρημάτων (Διγ. Z 4006
      • φρόντισον πρώτα το καλόν της γονικής σου χώρας (Λίβ. (Lamb.) N 583
    • β) κληρονομικός:
      • ρήγας κι αφέντης γονικός της Σαλονίκης πόλης (Χρον. Μορ. H 1010).

[αρχ. επίθ. γονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονικός 1 -ή -ό [γonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους γονείς: Γονική μέριμνα, επίβλεψη που ασκεί ο ένας ή και οι δύο γονείς επάνω στο παιδί. Γονική άδεια, πρόσθετη άδεια που δικαιούται από τη δουλειά του ένας εργαζόμενος γονιός. Γονική παροχή: Έκανε το σπίτι γονική παροχή στην κόρη του. || (οικ.) Γονικό σπίτι / αμπέλι. 2. (ως ουσ.) (οικ.) τα γονικά, οι γονείς: Επισκέφτηκε τα γονικά του.

[1: λόγ. < ελνστ. γονικός· 2: ελνστ. γονικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονικός 2 -ή -ό : (βιολ.) σπερματικός: Γονική έκκριση.

[λόγ. < αρχ. γονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες