Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γονιδιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονιδιακός -ή -ό [γoniδiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γονίδιο.

[λόγ. γονίδι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go