Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γονατιστά, επίρρ.
-
- Με γονάτισμα:
- γονατιστά του εζήτησεν να δώσει την ευχήν του (Χρον. Μορ. H 6207).
[<επίθ. γονατιστός. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Με γονάτισμα:



