Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γονάτισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γονάτισμα το [γonátizma] Ο49 : 1. η στάση του σώματος με λυγισμένα και ακουμπισμένα τα γόνατα κάτω. || γονυκλισία. 2. (μτφ.) σωματική ή ψυχική εξάντληση.

[μσν. γονάτισμα < γονατισ- (γονατίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
γονάτισμα το.
  • Το πέσιμο στα γόνατα:
    • έκραξαν ομπροστά του: «Γονάτισμα!» (Πεντ. Γέν. XLI 43).

[<αόρ. του γονατίζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go