Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόμφος ο [γómfos] Ο18 : ξύλινος ή μεταλλικός σύνδεσμος. || στους αρχαίους, σιδερένιος ή χάλκινος άξονας σε διάφορα σχήματα για τη σύνδεση των διάφορων τμημάτων ενός έργου τέχνης, όταν αυτά κατασκευάζονται ξεχωριστά.

[λόγ. < αρχ. γόμφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες