Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γογγύλι το [γongíli] Ο44 : είδος λάχανου με στρογγυλή ρίζα.
[μσν. γογγύλι(ο)ν υποκορ. του αρχ. γογγύλ(η) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- γογγύλιν το· γογγύλι.
-
- Είδος λαχανικού με στρογγυλόσχημη ρίζα:
- (Γαδ. διήγ. 14).
[<αρχ. ουσ. γογγύλη + κατάλ. ‑ιν. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στα Γεωπονικά (Steph.)· βλ. και LBG, λ. ‑ι(ο)ν]
- Είδος λαχανικού με στρογγυλόσχημη ρίζα:
[Λεξικό Κριαρά]
- Γογγύλιος ο· Γογγύλης.
-
- Προσωποπ. του ουσ. γογγύλιν (ο τ. παλαιότ. ως παρων., Steph.):
- (Πωρικ. I 68 και κριτ. υπ).
- Προσωποπ. του ουσ. γογγύλιν (ο τ. παλαιότ. ως παρων., Steph.):