Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γνώστης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνώστης ο [γnóstis] Ο10 θηλ. γνώστρια [γnóstria] Ο27α : αυτός που γνωρίζει κτ. πολύ καλά: Είναι ~ της νεότερης ιστορίας. Είμαι ~ του πράγματος / της υπόθεσης. || αυτός που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος: Είναι ~ των προβλημάτων.

[ελνστ. γνώστης· λόγ. γνώσ(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
γνώστης ο.
  • α) Αυτός που γνωρίζει:
    • ω ουρανέ και ήλιε, … γνώστες του λογισμού μου (Πανώρ. Β´ 486
    • (προκ. για το Θεό):
      • ο των κρυφίων γνώστης (Φλώρ. 695
  • β) έμπειρος, συνετός:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 335
  • γ) αυτός που γνωρίζει τα μέλλοντα, προφήτης:
    • (Λίβ. Esc. 2475).

[μτγν. ουσ. γνώστης. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go