Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνώρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνώρα η [γnóra] Ο25α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γνώση.

[μσν. *γνώρα (πρβ. μσν. εγνώρα) < γνωρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γνώρα η· εγνώρα.
  • 1) Γνώση:
    • να γνωριστεί η γνώρα του και η τέχνη του η καλή του ιατρού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 457).
  • 2)
    • α) Γνωριμία:
      • Έχεις εγνώραν εδεπά, φίλον σου συντοπίτη ή συγγενήν και γείτοναν …; (Πικατ. 104
    • β) αναγνώριση:
      • εγνώραν έδειξεν αυτής της συγγενείας (Φλώρ. 1817).
  • 3) Σημάδι για αναγνώριση:
    • (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ´ 30).
  • 4) Σύνεση:
    • (Φορτουν. Ιντ. β´ 27).

[<γνωρίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες