Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστικισμός ο [γnostikizmós] Ο17 : θρησκευτική αίρεση των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, οι οπαδοί της οποίας προσπάθησαν να μεταβάλουν την πίστη σε γνώση συνδυάζοντας ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας με ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες.
[λόγ. < γαλλ. gnosticisme < gnostique < μσνλατ. Gnostic(i) = Γνωστικ(οί) -isme = -ισμός]



