Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γνωστεύω [γnostévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) γίνομαι γνωστικός, συνετός· βάζω γνώση.
[γνώστ(ης) -εύω (διαφ. το ελνστ. γνωστεύω `έχω προσωπική γνωριμία΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[γνώστ(ης) -εύω (διαφ. το ελνστ. γνωστεύω `έχω προσωπική γνωριμία΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |