Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωμικό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωμικό το [γnomikó] Ο38 : σύντομη φράση που εκφράζει, συχνά χωρίς μεταφορά, μια πρακτική αλήθεια, δίνει περιληπτικά μια λογική αρχή, έναν κανόνα συμπεριφοράς ή κάνει μια ψυχολογική παρατήρηση: Συνηθίζει να μιλά με γνωμικά και παροιμίες.

[λόγ. < ελνστ. γνωμικόν]

[Λεξικό Κριαρά]
γνωμικόν το.
  • 1) Επιθυμία, θέληση:
    • έφθασε κατά το γνωμικόν αυτού του έχειν άνδρας της βουλής αυτού (Ιστ. Ηπείρ. XI9).
  • 2) Τρόποι, χαρακτήρας:
    • εις τα γνωμικά και εις την κακήν τους φύση (Συναξ. γυν. 195).

[μτγν. ουσ. γνωμικόν (DGE, λ. ός Ι2). Η λ. και σήμ. (ό)]

[Λεξικό Κριαρά]
γνωμικός, επίθ.
  • Καθιερωμένος, παραδεκτός:
    • έξιν γνωμικήν των ευγενών Ρωμαίων (Διγ. Z 555).

[μτγν. επίθ. γνωμικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνωμικός -ή -ό [γnomikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια γενικά αποδεκτή αλήθεια: Γνωμικοί ποιητές. ~ αόριστος, ο αόριστος που χρησιμοποιείται αντί για τον ενεστώτα σε εκφράσεις με καθολική ισχύ.

[λόγ. < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός (γνωμικός αόριστος: μτφρδ. γερμ. gnomischer Aorist < αρχ. ή ελνστ. γνωμικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες