Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γναφέας ο.
-
- Αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης:
- (Διήγ. παιδ. 211).
[αρχ. ουσ. γναφεύς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης:



