Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γνέφω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γνέφω [γnéfo] Ρ4α : κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κπ. για κτ.· νεύω: Mου έγνεψε να σωπάσω / να απομακρυνθώ. Σου ~ τόση ώρα ότι πρέπει να φύγεις.

[μσν. γνεύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γνεψ- κατά το σχ.: θρεψ- (έθρεψα) - θρέφω < αρχ. νεύω (ανάπτ. [γ] ;)]

[Λεξικό Κριαρά]
γνέφω,
βλ. νεύω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go