Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλύω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γλύω· εγλύω.
  • 1) Σώζω, γλυτώνω κ. ή κάπ.:
    • να γλύσουν το κεφάλι τους εκ του πικρού θανάτου (Ιστ. Βλαχ. 1116
    • Χριστός … έγλυσε την ζωήν του (Αχέλ. 1209).
  • 2) Ξεφεύγω από κ., γλυτώνω:
    • ν’ αγροικήσεις κι εσύ του πόθου την φωτιάν δίχως να τηνε γλύσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [120]).

[<αρχ. εκλύω. Τ. γλυω στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go