Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλύτωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλύτωμα το.
  • Σωτηρία, καταφυγή:
    • να φύγει προς κάστρο του γλυτωμάτου (Πεντ. Αρ. ΧΧΧV 32).

[<γλυτώνω + κατάλ. μα. Η λ. στο Somav. (γλί‑) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες