Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλόμπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλόμπος ο [γlómbos] Ο18 : 1. γυάλινο σφαιρικό περίβλημα για λάμπες φωτισμού. || (επέκτ.) ο ηλεκτρικός λαμπτήρας· λάμπα. 2. (μτφ.) κοροϊδευτικά για τη φαλάκρα: Tο κεφάλι του έγινε / είναι (σαν) ~. ΦΡ σιγά το γλόμπο, σε περιπτώσεις υπερβολικής ανησυχίας για κτ. ασήμαντο. γλομπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ιταλ. globo ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go